Μετάβαση στο περιεχόμενο Skip to sidebar Skip to footer

Το αγόρι με τα χρυσά μαλλιά και η γενναία μάχη

Μια ιστορία από την μακρινή Ονειρούπολη έφτασε στην Αθήνα, αφού πρώτα έκανε μια στάση στη Λευκωσία. Είναι η ιστορία ενός αγοριού με χρυσά μαλλιά που έδωσε μια γενναία μάχη και, φυσικά, νίκησε. Τη συγγραφή της ανέλαβε η Δέσποινα Χ¨Συμεού, ενώ την υπέροχη εικονογράφηση η Χρυσοβαλάντω Λουκά. Μπράβο και στα δύο κορίτσια για τις δημιουργίες τους και την όμορφη συνεργασία τους, που έφερε αυτό το εξαιρετικό αποτέλεσμα. Η ιστορία πλάστηκε παίζοντας με τις Παραμυθοκάρτες_Ιστορίες από τον Παραμυθοχώρα. Απολαύστε την!

Μια φορά κι έναν καιρό, στη μακρινή Ονειρούπολη, ζούσε ένα μικρό αγόρι με χρυσά μαλλιά που τον έλεγαν Λευτέρη.

Στον Λευτέρη , όπως άλλωστε προστάζει το όνομα του, άρεσε να είναι ελεύθερος και κυρίως του άρεσε να κάνει βόλτες και να εξερευνά τη φύση με τους φίλους του. Τον τελευταίο καιρό, όμως, ο Λευτέρης είχε μελαγχολήσει. Ένας μεγάλος εχθρός που αρρώσταινε τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, έφτασε και στην Ονειρούπολη κι έτσι αναγκάστηκαν όλοι να μείνουν στα σπίτια τους για να προστατέψουν τον εαυτό τους, αλλά και την οικογένεια τους.

Ο Λευτέρης έμενε σε ένα πανέμορφο σπίτι μαζί με την μαμά και τον μπαμπά του. Το σπίτι του ήταν χτισμένο δίπλα σε μια μεγάλη λίμνη και είχε ένα καταπράσινο κήπο με πολλά δέντρα και πολλές άσπρες μαργαρίτες. Στον Λευτέρη άρεσαν πολύ τα μπαλόνια κι έτσι η μαμά κι ο μπαμπάς του φρόντιζαν να υπάρχουν πάντοτε μπαλόνια σε διάφορα χρώματα γύρω από το σπίτι για να είναι χαρούμενος ο Λευτέρης.

Το πιο μαγικό απ’ όλα, όμως, ήταν μια γέφυρα που ήταν χτισμένη πάνω από τη λίμνη κι ένωνε το σπίτι του Λευτέρη με την υπόλοιπη Ονειρούπολη. Η γέφυρα έμοιαζε με ουράνιο τόξο και ένας μύθος λέει ότι την έφτιαξαν ξωτικά πριν από πολλά – πολλά χρόνια με ένα μαγεικό πινέλο, το οποίο μετά χάθηκε κάπου στον πάτο της λίμνης κρυμμένο σε ένα κουτί.

Παρόλο που το σπίτι του Λευτέρη ήταν πανέμορφο ο ήρωας μας ήταν δυστυχισμένο, γιατί έχασε ότι πραγματικά τον έκανε χαρούμενο, την ελευθερία του. Σκεφτόταν όλη μέρα κι όλη νύχτα πώς να νικήσει τον εχθρός και να σώσει τον εαυτό του και την Ονειρούπολη.

Το βράδυ όταν κοιμήθηκε, ονειρεύτηκε ότι ήταν στην εξοχή και έκανε πικ – νικ με τους φίλους που τόσο είχε πεθυμήσει. Έφαγαν πολλές λιχουδιές και μετά έτρεχαν κι έπαιζαν ελεύθεροι μέχρι να βραδιάσει. Ο ήρωας μας ξύπνησε πολύ στεναχωρημένος και απογοητευμένος όταν κατάλαβε πως ήτανε όνειρο και όχι πραγματικόητα. Και συνέχεια σκεφτόταν…

«Πώς να νικήσω άραγε αυτό τον εχθρό;»

Όσοι είδαν τον εχθρό, έλεγαν ότι ήταν πολύ τρομακτικόε και ότι έμοιαζε με κροκόδειλο, αλλά είχε ένα άλλο περίεργο όνομα… Κορονωϊός.

Το επόμενο βράδυ, ο Λευτέρης είδε ένα άλλο παράξενο όνειρο. Ένα κορίτσι με πορτοκαλί μαλλιά στολισμένα με όμορφα λουλούδια, που έμοιαζε με ξωτικό τον πλησίασε για να του πει ένα μυστικό. Το κορίτσι το έλεγαν Σοφία και φαινόταν να ήθελε να βοηθήσει τον Λευτέρη. Του είπε «Ψάξε κάτω από τη γέφυρα και θα βρεις αυτό που αναζητείς. Ζωγράφισε βλέποντας τον ουρανό και μην ξεχάσεις τις λέξεις – κλειδιά να πεις… Αγάπη, Ελπίδα, Αισιοδοξία, Πίστη κι Επιμονή» και εξαφανίστηκε.

Ο Λευτέρης ξύπνησε πολύ ταραγμένος. Τι να ήθελε άραγε να πει το ξωτικό… Με το πρώτο φως του ήλιου βγήκε έξω και στάθηκε πάνω από τη γέφυρα.

«Θα βουτήξω» σκέφτηκε.

Έβγαλε τα παπούτσια του και βούτηξε με όλη του τη δύναμη μέσα στη λίμνη προσπαθώντας να βρει τη ήταν κρυμμένο κάτω από τη γέφυρα που έμοιαζε με ουράνιο τόξο. Προσπαθούσε για πολλή ώρα χωρίς να βρει τίποτα. Και ξαφνικά τον είδε… Ένα τεράστιο κροκόδειλο αι κρατούσε σφικτά ένα παράξενο αντικείμενο. Σαν κουτί έμοιαζε.

«Μα ναι. Αυτός είναι» αναφώνησε ο Λευτέρης. «Ο Κορονωϊός» είναι.

Και τότε θυμήθηκε τα λόγια της Σοφίας.

«Πρέπει να αρπάξω το κουτί. Εκεί μέσα κρύβεται η ελευθερία μας. Θα περιμένω να κοιμηθεί και θα το αρπάξω» σκέφτηκε.

Κι έτσι έγινε. Μόλις αποκοιμήθηκε ο Κορονωιός, ο ήρωας μας άρπαξε το κουτί και βγήκε γρήγορα από τη λίμνη. Άνοιξε το κουτί και τι να δει… το πινέλο και πέντε διαφορετικά χρώματα. Και τότε θυμήθηκε ξανά τη Σοφία. Πέντε χρώματα, πέντε λέξεις κλειδιά. Έτρεξε με όση δύναμη του είχε απομείνει και ανέβηκε στο πιο ψηλό βουνό της Ονειρούπολης. Βλέποντας τον ουρανό, άρπαξε το πινέλο του και ξεκίνησε να ζωγραφίζει το ουράνιο τόξο φωνάζοντας παράλληλα:

«Αγάπη… Ελπίδα… Αισιοδοξία… Πίστη… Επιμονή!»

Και με έναν μαγικό τρόπο, γέμισαν οι ψυχές των ανθρώπων με τις λέξεις κλειδιά και όλα τα σπίτια γέμισαν με όμορφα συναισθήματα. Τόσο όμορφα που τα σπίτια έμοιαζαν με λαχταριστά γλυκά όλο νοστιμιά.Ο Κορονωιός δεν άντεξε. Νικήθηκε από τα συναισθήματα των ανθρώπων. Χάρη στη θέληση και στη γενναιότητα του ήρωα μας η Ονειρούπολη ελευθερώθηκε και μαζί μ’ αυτήν κι ο ίδιος του ο εαυτός.