Μετάβαση στο περιεχόμενο Skip to sidebar Skip to footer

Σερ, θα πει αγάπη!

Μια ιστορία που έγραψε ο Οβανές Αβεδισιάν-Φουρναράκης, μαθητής της Ε΄ δημοτικού, χρησιμοποιώντας τις Παραμυθοκάρτες μας.

Η δασκάλα του, εκτός από την ιστορία, μοιράστηκε μαζί μας τα φύλλα εργασίας που έφτιαξε για για να τον βοηθήσει στη συγγραφή της. Μπορείτε να τα εκτυπώσετε και να τα χρησιμοποιήσετε κι εσείς με τους δικούς σας μαθητές, σε συνδυασμό με τις Παραμυθοκάρτες.

Είναι πάντα μεγάλη γιορτή για μας στο Κίτρινο Πατίνι να λαμβάνουμε ιστορίες σαν αυτή. Μπράβο, Οβανές!

Το παραμύθι του Οβανές συνόδευε το παρακάτω σημείωμα:

Το εν λόγω παραμύθι αποτελεί δημιουργία του μικρού συγγραφέα Οβανές Αβεδισιάν-Φουρναράκη, μαθητή της Ε’ δημοτικού. Πηγή έμπνευσης αποτέλεσαν ορισμένες εικονοκάρτες του εκπαιδευτικού υλικού «παραμυθοκάρτες» από τις εκδόσεις «κίτρινο πατίνι». Τα ονόματα των ηρώων της ιστορίας προέρχονται από αρμένικες λέξεις. Συγκεκριμένα, Κατς Αράμ σημαίνει γενναίος Αράμ, Χούις είναι η ελπίδα, Ουράχ η χαρά, Σερ σημαίνει αγάπη και Ναχαντσότ είναι ο ζηλιάρης.

Σερ, θα πει αγάπη!

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα βασίλειο μαγικό, ζούσαν ο ιππότης Κατς Αράμ και η πριγκίπισσα Χούις. Έμεναν σε ένα μπλε πέτρινο κάστρο. Οι δυο τους ήθελαν τόσο πολύ να ταξιδέψουν ψηλά στον ουρανό και να φέρουν στη Γη το όμορφο και λαμπερό φεγγάρι. Πιστός τους σύντροφος ήταν ο άγγελος Ουράχ που τους υποσχέθηκε να τους βοηθήσει να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους.
Ο ιππότης, η πριγκίπισσα και ο άγγελος, χωρίς να χάσουν χρόνο, άρχισαν τις ετοιμασίες για το μεγάλο τους ταξίδι. Η Χούις έφερε πολλά τεράστια και χρωματιστά μπαλόνια. Ο Κατς Αράμ μαζί με τον Ουράχ φούσκωναν με μανία τα μπαλόνια. Μετά από πολλές ώρες κατάφεραν να τα φουσκώσουν και να τα δέσουν πολύ γερά στους πιο ψηλούς πύργους του κάστρου. Έπειτα, ο άγγελος Ουράχ είπε κάποιες δικές του μαγικές λέξεις και εμφανίστηκαν από τα τείχη του κάστρου πελώρια μεταλλικά φτερά που κινιόντουσαν με μηχανές, παρόμοιες με εκείνες των αυτοκινήτων. Ο Κατς Αράμ και η Χούις κοιτούσαν τα μεγάλα μεταλλικά φτερά με ενθουσιασμό και ο άγγελος πήγε να ελέγξει όλα τα μπαλόνια ένα προς ένα ώστε να είναι έτοιμοι για την απογείωση.
Μέσα σε όλο τον πανικό των ετοιμασιών, κανείς δεν πρόσεξε τον κακό βασιλιά Ναχαντσότ που μπήκε κρυφά στο κάστρο και παρακολουθούσε με προσοχή τι γινόταν. Ξαφνικά, είδε τον ιππότη ν’ ανοίγει ένα πελώριο μπαούλο με ένα παράξενο και πολύχρωμο κλειδί. Ήταν το κλειδί Σερ. Από μέσα του έβγαλε ένα πολύ μακρύ φαρδουλό και μαύρο σχοινί. Ήταν το σχοινί με το οποίο θα έφερναν το φεγγάρι στη Γη. Μόλις το παρατήρησε αυτό ο Ναχαντσότ θέλησε να το κάνει δικό του και να πάρει εκείνος το φεγγάρι. Αμέσως ξεκίνησε να καταστρώνει στο μυαλό του πολλά σχέδια για να τα καταφέρει. Πρώτα, όμως, θα έπρεπε να κλέψει το πολύχρωμο κλειδί.

 

Ο κακός βασιλιάς θα έπαιρνε το κλειδί μόλις το άφηνε ο Κατς Αράμ. Περίμενε λίγα λεπτά και ο ιππότης πλησίασε και μετακίνησε ένα πήλινο βάζο. Από πίσω του βρισκόταν ένα κόκκινο κουμπί. Ο Κατς Αράμ το πάτησε και ένας πίνακας μετατράπηκε σε μια γιγαντιαία μπλε πόρτα. Την άνοιξε και εμφανίστηκε μια πέτρινη παλιά σκάλα. Ο Ναχαντσότ κοιτούσε έκπληκτος το θέαμα και ακολούθησε τον ιππότη χωρίς να τον καταλάβει. Για κακή του τύχη, ο κακός βασιλιάς παραπάτησε, έπεσε από τη σκάλα και βρέθηκε μπροστά στον Κατς Αράμ. Τότε ο ιππότης έπιασε τον Ναχαντσότ, φώναξε τον άγγελο και μαζί τον έβγαλαν έξω από το κάστρο. Αυτό όμως δεν τους εμπόδισε να συνεχίσουν την προετοιμασία για το ταξίδι.
Έπειτα από αρκετές προσπάθειες κατάφεραν να απογειώσουν το κάστρο. Όσο πετούσαν πιο ψηλά τόσο πιο όμορφος έδειχνε ο κόσμος. Ο Κατς Αράμ, η Χούις και ο Ουράχ κοιτούσαν μαγεμένοι τη θέα. Τα σπίτια έμοιαζαν τόσο μικρά και τα σύννεφα σαν να φτιάχτηκαν από μαλλί της γριάς και ζαχαρωτά.
Μόλις έφτασε το βράδυ, έκανε την εμφάνισή του το υπέρλαμπρο φεγγάρι. Ήταν σαν ένα τεράστιο και φωτεινό κόσμημα που στόλιζε τη νύχτα.
Γρήγορα σταμάτησαν τις μηχανές των μεταλλικών φτερών, πάτησαν το κουμπί του φρένου και ακινητοποίησαν το κάστρο. Το φεγγάρι έμοιαζε να είναι αρκετά κοντά τους. Ο ιππότης Κατς Αράμ έτρεξε να φέρει το τεράστιο μαύρο σχοινί. Αφού το έφερε, ο Ουράχ έπιασε την άκρη του σχοινιού, πέταξε γύρω από το φεγγάρι δένοντας το και επέστρεψε πίσω στο κάστρο. Στη συνέχεια, είπε κάποια λόγια μαγικά κι έκανε το φεγγάρι ελαφρύ και μικρό. Τους ήταν πολύ εύκολο να το τραβήξουν και να το φέρουν δίπλα στο κάστρο. Τότε το φεγγάρι θύμωσε για τα καλά, έλυσε τα μαγικά του αγγέλου και γύρισε πίσω στην αρχική του θέση και στο αρχικό του μέγεθος.
Ο Κατς Αράμ, η Χούις και ο Ουράχ κοιτούσαν άφωνοι τι συνέβη. Κοιταζόντουσαν για αρκετή ώρα χωρίς να πουν ούτε λέξη. Δεν τους άρεσε καθόλου που είχαν στεναχωρήσει τόσο πολύ το φεγγάρι .Αυτό τους κοιτούσε παράξενα και τους είπε ότι άλλη φορά να μην ξανακάνουν τέτοιες πράξεις.
-Σε θέλαμε για φίλο μας να κάνουμε παρέα, είπε ο Κατς Αράμ στο φεγγάρι
-Εγώ είμαι το φως της νύχτας και άμα κατέβω στη Γη θα χαθεί η μαγεμένη μου ομορφιά . Την φύση τη σεβόμαστε και δεν πρέπει να της χαλάμε την ισορροπία της, απάντησε το φεγγάρι.
-Θα σε θαυμάζουμε από μακριά! Σε αγαπάμε! Είπαν και ενεργοποίησαν τις μηχανές των μεταλλικών φτερών για να γυρίσουν πίσω στη Γη.
Λίγες ώρες αργότερα μάζεψαν τα μπαλόνια για να προσγειωθούν εκεί από όπου ξεκίνησαν το ταξίδι τους. Ο Ουράχ είπε κάποιες μαγικές λέξεις και τα μεταλλικά φτερά μαζί με τις μηχανές τους εξαφανίστηκαν. Συνειδητοποίησαν πως εκείνο που έχει αξία είναι η αγάπη για τη φύση και για τα πλάσματα της. Η φύση είναι μια νεράιδα ντυμένη με ένα πολύχρωμο φόρεμα .Είναι τόσο όμορφη ,τόσο ευγενική, τόσο φιλική. Όταν όμως δεν τη σεβόμαστε γίνεται θηρίο και μας επιστρέφει πίσω τις κακές πράξεις που της κάνουμε. Γι’ αυτό θα αγαπάμε τη φίλη μας τη φύση και θα την προστατεύουμε από τους κακούς ανθρώπους και τις κακές πράξεις, είπαν ο ένας στον άλλο .
Πέρασαν μέρες, εβδομάδες μπορεί και μήνες. Ο Κατς Αράμ κατάλαβε πως αγαπάει πολύ την πριγκίπισσα Χούις και τη ζήτησε σε γάμο. Εκείνη δέχτηκε ,παντρεύτηκαν κι έζησαν πολύ αγαπημένοι στο κάστρο τους παρέα με τον καλό τους φίλο άγγελο Ουράχ αλλά και το φίλο τους το φεγγάρι, που γελούσε από μακριά με την χαρά τους, τους καμάρωνε και τους έριχνε άστρα για να φωτίζουν πάντα τον δρόμο τους