Μετάβαση στο περιεχόμενο Skip to sidebar Skip to footer

Τα παιδιά παίρνουν τον λόγο…

Οι μαθητές της Στ΄ τάξης του 5ου Δημοτικού Σχολείου Κω έγραψαν παραμύθια και ζωγράφισαν βασισμένοι στις ΠΑΡΑΜΥΘΟΚΑΡΤΕΣ μας. Συγκεκριμένα, χρησιμοποίησαν το 5ο σετ της σειράς «Κάθε φορά… μια ιστορία».

Περισσότερα από τον δάσκαλό τους και βραβευμένο συγγραφέα, Βασίλη Κουτσιαρή:

Το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό υλικό μπορεί να αξιοποιηθεί μέσα στην τάξη από τον εκπαιδευτικό. Οι εικόνες/ κάρτες ομαδοποιήθηκαν σε 7 κατηγορίες (7 κάρτες η κάθε μία) για να βοηθήσουν τα παιδιά στην πιο επιτυχή κατανόηση της αφηγηματικής δομής. Οι κάρτες είναι χωρισμένες σε 7 ομάδες χρωμάτων.

  1. Ο ήρωας
  2. Πού ζει
  3. Στόχος
  4. Εμπόδιο
  5. Βοηθός
  6. Μαγικό αντικείμενο
  7. Επιτυχία

Οι μαθητές τραβούν μια κάρτα από κάθε ομάδα και τις βάζουν στη σειρά. Μπορούν να δουλέψουν και μόνοι τους και σε ομάδες. Μπορούν να μπερδέψουν τις κάρτες, να παραλείψουν μερικές, να τραβήξουν περισσότερες…

Με τη φαντασία τους θα φτιάξουν το δικό τους μοναδικό παραμύθι.

Εξαιρετική δουλειά! Συγχαρητήρια στις Εκδόσεις Κίτρινο Πατίνι και στους δημιουργούς της σειράς Μάνο Κρόκο και Λιάνα Δενεζάκη.

Τι είπαν οι μαθητές της Στ΄τάξης:

«Η ιδέα μου άρεσε πολύ γιατί κάθε φορά μπορείς να κάνεις και μια καινούρια ιστορία. Οι εικόνες ήταν πολύ ωραίες!»

«Ένα υπέροχο παιχνίδι, ώστε να δείτε την έκθεση σαν διασκέδαση. Με καταπληκτικές εικόνες και τρομερή φαντασία!»

«Οι κάρτες δημιουργικής αφήγησης είναι μια ενδιαφέρουσα ευκαιρία για μικρούς και μεγάλους να φανταστούν αλλά και να φτιάξουν το δικό τους παραμύθι, με τις υπέροχες εικόνες που έχει ζωγραφίσει η κυρία Λιάνα Δενεζάκη. Οι κάρτες αυτές μπορούν να σε ταξιδέψουν σε διάφορους τόπους και να κάνεις με απλά βήματα το δικό σου παραμύθι.»

«Οι κάρτες με βόηθησαν πολύ στο να γράψω το παραμύθι μου. Πέρα από αυτό, είχε πολλή πλάκα γιατί δεν ξέραμε ποιες κάρτες θα μας τύχαιναν!»

«Ένας πολύ ωραίος τρόπος για να γράψεις το παραμύθι σου!»

Τέσσερις μαθήτριες έγραψαν το δικό τους παραμύθι:

«Η αγάπη είναι το παν!»

από τη Χριστιάνα Ζούλα

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ξωτικό που το έλεγαν Αυτάκια. Ζούσε σε ένα μεγάλο μαγευτικό παλάτι στη χώρα της αγάπης.

Όμως το ξωτικό ακόμα κι αν ζούσε σε ένα τέτοιο παλάτι, ποτέ δεν είχε βρει την αγάπη της ζωής του, στην οποία έλεγε από μέσα του ότι θα της έδινε το μεγαλύτερο δώρο στον κόσμο.

Μια μέρα έστειλε κάποιους στρατιώτες να βρουν την ομορφότερη κοπέλα του βασιλείου. Εκείνοι δεν άφησαν πόρτα που να μην χτύπησαν μέχρι που έφτασαν σε ένα παλάτι που έμοιαζε πολύ με το παλάτι του ξωτικού, μόνο που αυτό αντί για τριανταφυλλιές ήταν περικυκλωμένο με μεγάλους, άγριους, αγκαθωτούς θάμνους και επιπλέον εκεί απαγορευόταν η μουσική ενώ το ξωτικό την λάτρευε.

Οι στρατιώτες, μόλις είδαν αυτά τα πράγματα, αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω. Τότε, ξαφνικά, όλο αυτό το σκοτάδι μεταμορφώθηκε σε ένα μαγευτικό τοπίο που ακουγόταν από παντού η φωνή μιας τρυφερής γυναίκας, η οποία σε υπνώτιζε και σε έκανε να την ερωτευθείς . Έτσι οι στρατιώτες δεν επέστρεψαν ποτέ πίσω.

Ο Αυτάκιας δεν είχε βγει ποτέ έξω απ’ το παλάτι μέχρι που δέχτηκε μια επίσκεψη. Όλο χαρά νόμιζε ότι γύρισαν οι στρατιώτες του με την μελλοντική γυναίκα του. Όμως έκανε λάθος. Στην πόρτα του στεκόταν ένας γλυκούλης λαγός ο οποίος πήγαινε από εδώ κι από εκεί. Φαινόταν πολύ αγχωμένος. Ο Αυτάκιας τού είπε να περάσει μέσα και να χαλαρώσει. Ο λαγός όμως του φώναξε ότι δεν έχουν χρόνο για ξεκούραση και ότι κινδύνευε η ζωή του. Τότε ο λαγός εμφάνισε μπροστά του ένα ποτήρι νερό και μία κολοκύθα. Ο Αυτάκιας δεν είπε κουβέντα και συνέχισε να τον ακούει.

Ο λαγός είπε ότι η κολοκύθα αυτή θα του χρειαζόταν για να αντιμετωπίσει την κακιά νεράιδα, η οποία έχει σκοτώσει τους βοηθούς του. Το ξωτικό ρώτησε σε τι μπορεί να του χρησίμευε μια κολοκύθα και ο λαγός είπε ότι η κολοκύθα έπαιρνε τη μορφή αυτού που τη διέταζε.

Ο Αυτάκιας πήρε την κολοκύθα και πήγε στο παλάτι της νεράιδας. Πριν μπει μέσα, διέταξε την κολοκύθα να πάρει τη μορφή του. Τότε η κολοκύθα έγινε σαν κι αυτόν και μπήκε μέσα. Τα ίδια έγιναν κι αυτή τη φορά, όμως τώρα η κολοκύθα δεν υπνωτιζόταν απ’ την φωνή της νεράιδας ενώ το ξωτικό είχε κλείσει τα αυτιά του και προχωρούσε πίσω απ’ τον ψεύτικο εαυτό του. Η νεράιδα θυμωμένη κατέβηκε απ’ το μπαλκόνι και ετοιμάστηκε να τους σκοτώσει με το ραβδί της.

Ο Αυτάκιας τότε άρπαξε το ραβδί της και το κατεύθυνε προς το μέρος της και έτσι την σκότωσε .Τότε απελευθέρωσε όλους τους φυλακισμένους και μια όμορφη κοπέλα την οποία έλεγαν Μαργαρίτα. Την ερωτεύτηκε και την πήρε στο παλάτι του. Κι εκείνη μόλις τον είδε τον αγάπησε και παντρεύτηκαν.

Ο Αυτάκιας κατάφερε να δώσει το μεγαλύτερο δώρο του κόσμου στην αγαπημένη του , δηλαδή την αγάπη του.

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

«Ουρανούπολη» από την Ηλιάνα Μισίρη

Μια φορά κι έναν καιρό μέσα στο βάθος του ουρανού, στην οδό του ουράνιου τόξου, υπήρχε ένα τεράστιο κάστρο όπου ζούσε μια πριγκίπισσα. Την έλεγαν Λυδία. Ζούσε μόνη της στο κάστρο εδώ και 11 χρόνια. Ήταν τόσο όμορφη, μα τόσο όμορφη που όλες οι μάγισσες στην οδό Κεραυνούπολης, Βροχόπουλης και Χαλαζούπολης τόσα χρόνια προσπαθούσαν με κάποιο τρόπο να κλέψουν την ομορφιά της αλλά ποτέ δεν τα κατάφεραν. Όταν πέθαναν οι γονείς της Λύδιας, με κάποιον μαγικό τρόπο σχηματίστηκε ένα πολύ γερό μουσικό τείχος έξω από το κάστρο έτσι ώστε να μην μπορέσει ποτέ κανείς να της κάνει κακό.

Κάθε μέρα η πριγκίπισσα έκανε μια συνηθισμένη βόλτα στο κάστρο ακούγοντας στο γουόκμαν τα αγαπημένα της τραγούδια. Η πριγκίπισσα ήταν πολύ ονειροπόλα. Συνέχεια σκεφτόταν ιστορίες μάχης και διασκέδασης. Τόσα χρόνια όμως η επιθυμία της ήταν να πετάξει πάνω σε μια κολοκύθα, επειδή ζήλεψε από την φίλη της την πριγκίπισσα Σταχτοπούτα. Βέβαια η άμαξα της Σταχτοπούτας δεν πετούσε αλλά εκείνη ήθελε να κάνει κάτι πιο προχωρημένο. Έτσι, την έφτιαξε μόνη της. Όταν τελείωσε, μπήκε μέσα και έκανε ένα υπέροχο ταξίδι σε όλη την Ουρανούπολη.

Την ίδια ώρα, στην οδό Κεραυνούπολης ζούσαν οι πιο κακιές μάγισσες, η μάγισσα Κακιαντέλα ήταν η πιο άσχημη μάγισσα και η πιο σατανική. Τις τελευταίες ημέρες επειδή την κορόιδευαν οι άλλες μάγισσες, ήθελε να τους αποδείξει ότι θα γίνει η πιο όμορφη από όλες. Έφτιαξε δύο φίλτρα. Το ένα για να σπάσει το μουσικό τείχος και το άλλο για να κλέψει την ομορφιά της πριγκίπισσας. Για το φίλτρο του μουσικού τείχους χρειάστηκε: μια κουταλιά της σούπας λαϊκά τραγούδια, μια μικρή κουταλιά παραδοσιακά τραγούδια και χρυσόσκονη. Η μάγισσα πήρε τα φίλτρα της, την σκούπα της και έφυγε προς την οδό του ουράνιου τόξου.

Η πριγκίπισσα τελείωσε από το υπέροχο ταξίδι και πήγε στο δωμάτιό της να κοιμηθεί αλλά ξαφνικά είδε έναν χτυπημένο Πήγασο. Ήταν τόσο όμορφος! Η πριγκίπισσα τον περιποιήθηκε και τον ρώτησε τι συνέβη. Εκείνος της τα εξήγησε όλα. Της είπε για την μάγισσα που θέλει να κλέψει την ομορφιά της αλλά και για το μουσικό τείχος. Η πριγκίπισσα έμεινε να τον κοιτάζει φοβισμένη. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ρώτησε τον Πήγασο τι θα κάνουν. Ο Πήγασος της είχε μια έκπληξη. Όταν έφυγε η μάγισσα βιαστική για να πάει στο κάστρο, ξέχασε το καπέλο της. Η μάγισσα θα μπορούσε να σπάσει το μουσικό τείχος αλλά δεν θα είχε τις μαγικές ικανότητες για να πάρει την ομορφιά της, επειδή δεν θα φορούσε το καπέλο της. Όταν η μάγισσα είχε φύγει από το σπίτι, ο Πήγασος προσπάθησε να μπει από την πόρτα της. Έτρεξε με φόρα και έσπασε τη πόρτα, πήρε το καπέλο της και έφυγε. Γ’ αυτό ήταν χτυπημένος ο Πήγασος.

Η ώρα πέρασε και η μάγισσα με χαρά που θα γινόταν όμορφη κατευθύνθηκε προς το κάστρο όπου έριξε το φίλτρο στο τείχος και καταστράφηκε. Μπήκε μέσα και βρήκε την πριγκίπισσα. Η πριγκίπισσα έκανε την φοβισμένη. Η μάγισσα γελούσε σατανικά. Με όλη της την δύναμη έβγαλε το ραβδί της, έκανε ένα στρόβιλο στον αέρα, έριξε το φίλτρο, είπε τα μαγικά λόγια και… ωχχ, μόλις διαπίστωσε πως έκανε λάθος φίλτρο, από τον θυμό της εξαφανίστηκε.

Έτσι όλα ήταν υπέροχα. Ο Πήγασος έφυγε με την πριγκίπισσα και πήγανε σε ένα άλλο κάστρο στην οδό της Καλούπολης και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!

«H ιστορία μιας πριγκίπισσας» από την Κοντούλα Πόχου

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε μια πριγκίπισσα που την έλεγαν Έλεν και έμενε μαζί με τον πατέρα της σε ένα κάστρο που ήταν πάνω σε ένα σύννεφο. Αυτό το κάστρο πλημμύριζε από χρώμα, επειδή ένα ουράνιο τόξο περνούσε μέσα από το παράθυρο του δωματίου της μικρής Έλεν . Τα όνειρό της ήταν να πετάξει με μια μαγική άμαξα, κι έτσι έγινε .

Μια μέρα ο μπαμπάς της της είχε μια έκπληξη .Θα πήγαιναν μια βόλτα με μια μαγική άμαξα. Η Έλεν ήταν τόσο χαρούμενη που έτρεξε στην αγκαλιά του πατέρα της. Εκείνος ευχαριστημένος την πήρε στους ώμους του και μπήκαν μέσα στην άμαξα.

Εκεί τους περίμενε μια έκπληξη. Μια μάγισσα ήταν μέσα στην άμαξα. Μόλις την είδε η Έλεν, χάρηκε επειδή νόμιζε ότι οι μάγισσες είναι καλές αλλά σε αυτή την περίπτωση ήταν ακριβώς το αντίθετο. Η μάγισσα μόλις τους είδε, πήρε το πονηρό της βλέμμα και μεταμόρφωσε τον πατέρα της Έλεν σε ένα μικρό αλλά και ταυτόχρονα παράξενο πλασματάκι. Η Έλεν δεν ήξερε τι να κάνει και άρχισε να κλαίει. Ξαφνικά η μάγισσα εξαφανίστηκε και η Έλεν πήρε τον πατέρα της και επέστρεψαν στο κάστρο.

Λίγες μέρες αργότερα η Έλεν άνοιξε το παράθυρο και είδε ένα Πήγασο να πετάει γύρω από το κάστρο. Η Έλεν βγήκε από το κάστρο και ο Πήγασος της είπε ότι και εκείνος ήταν πριγκίπισσα αλλά η κακιά μάγισσα την μεταμόρφωσε σε Πήγασο. Η Έλεν δεν ήξερε τι να πει και ο Πήγασος της είπε να τον ακολουθήσει.

Πήγαν σε ένα σκοτεινό μέρος και το μόνο που έλαμπε ήταν ένα κόκκινο καπέλο το όποιο έπρεπε να το φορέσει ο πατέρας του μικρού κοριτσιού ώστε να ξαναεπιστρέψει στην κανονική του μορφή , κι έτσι έγινε. Αμέσως μόλις το φόρεσε ξαναέγινε κανονικός άνθρωπος και επειδή αυτό το καπέλο τους μεταμόρφωνε όλους στην κανονική τους μορφή, το φόρεσε και ο Πήγασος , έτσι κι εκείνος έγινε μια όμορφη πριγκίπισσα όπως ήταν πριν.

Αγκαλιάστηκαν και πήγαν να μεταμορφώσουν την μάγισσα σε εκείνο το μπλε και περίεργο μικρό πλασματάκι. Μόλις μεταμορφώθηκε η μάγισσα σε εκείνο το πλασματάκι, όλοι άρχισαν να γελάνε και μετά από λίγο έφυγαν και πήγαν να πιουν τσάι στο κάστρο.

Έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!

Ο γάμος ενός ιππότη από την Χουάνα Φορτσέτι

«Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένας Ιππότης ,ο Μαρκ », ακούστηκαν τα λόγια του αφηγητή. Δεν κατάλαβα γιατί σταμάτησε και γύρισα πίσω να δω εάν είχε έρθει κάποιος. Και τότε είδα ένα αγοράκι που προσπαθούσε να βολευτεί σε μια γωνία. Όταν επιτέλους βολεύτηκε, ο αφηγητής συνέχισε:

«Ζούσε σε ένα κάστρο που πετούσε. Ξέρετε γιατί;» Όλοι κουνήσαμε αρνητικά το κεφάλι. «Επειδή ήταν δεμένο με μπαλόνια. Επίσης το κάστρο ήταν χωρισμένο σε 2 μέρη. Στο ένα μέρος ζούσε ο Μαρκ με τους Ιππότες και τον καλό βασιλιά και στο άλλο ζούσε μαζί με τους γιους του και την κόρη του ο κακός βασιλιάς.

Ο Μαρκ ήταν τρελά ερωτευμένος με την κόρη του κακού βασιλιά, όπως επίσης κι εκείνη. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να βρεθούν ούτε στα κρυφά, ο ένας έστελνε στον άλλο γράμματα. Όταν το έμαθε αυτό ο βασιλιάς, διέταξε τους φρουρούς να κρύψουν την κόρη του μακριά, στο Δάσος των Ονείρων.

Την επομένη μέρα τα νέα δεν άργησαν να μαθευτούν και όταν έφτασαν στα αυτιά του Μαρκ, καθώς περνούσε τυχαία από το δωμάτιο ενός Ιππότη, λιποθύμησε» σταμάτησε απότομα ο αφηγητής.

Με κοίταξε και μου είπε: «Ορέστη, νομίζω πως πρέπει να φύγεις. Ήρθε να σε πάρει η μητέρα σου». Πράγματι είχε έρθει η μαμά.

Τους χαιρέτησα όλους και μπήκα στο αμάξι με τη μαμά. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής σκέφτηκα από μόνος μου την υπόλοιπη ιστορία:

«Όταν τελικά συνήλθε τελείως, ρώτησε να μάθει ποιος ήξερε τον δρόμο για το Δάσος των Ονείρων. Εκείνοι του απάντησαν ότι μόνο ο Κόκι, ο ζωγράφος βάτραχος ήξερε. Επίσης του είπαν ότι ο Κόκι ζούσε στη λιμνούλα έξω από το κάστρο.

Ύστερα από αυτό ο Μαρκ σηκώθηκε, πήρε ένα φανάρι και πήγε στη λιμνούλα. Αμέσως εμφανίστηκε ο Κόκι, ο ζωγράφος βάτραχος. Ο Μαρκ του είπε τι ήθελε και ο Κοκι πρώτα ζωγράφισε ένα σπαθί πάνω σε ένα χαρτί και μετά του το ‘δωσε. Πριν προλάβει να αναρωτηθεί ο Μαρκ, ο βάτραχος του είπε πως όταν το χρειαστεί θα μεταμορφωθεί σε κανονικό σπαθί. Και οι δυο μαζί ξεκίνησαν με ένα φανάρι και ένα μπαλόνι ο καθένας για το Δάσος των Ονείρων.

Μετά από τρεις μέρες έφτασαν στο Δάσος των Ονείρων και εκεί τους περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Κάτω από το δέντρο της Μουσικής ήταν δεμένη η πριγκίπισσα με βαριές ασημένιες κλειδαριές. Ξάφνου εμφανίστηκε μια λάμψη φωτός και το σπαθί ζωντάνεψε και άρχισε να κόβει τις κλειδαριές. Αφού τέλειωσε, επέστρεψε στο χαρτί όπως το είχε πρωτοζωγραφίσει ο Κόκι. Η κοπέλα αγκάλιασε και φίλησε τον Μαρκ και ύστερα τον Κόκι. Έτσι όλοι μαζί γύρισαν στο κάστρο με ένα μπαλόνι ο καθένας. Ο Μαρκ συγκίνησε τόσο τον κακό βασιλιά που δέχτηκε να τον παντρέψει με την κόρη του και έτσι έκαναν έναν ωραίο και αξέχαστο γάμο.

Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλυτέρα!»

«Ορέστη, φτάσαμε», μου φώναξε η μαμά και κατεβήκαμε από το αμάξι.